Πηγή: Peoples Dispatch
Στις 21 Οκτωβρίου, δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι, αγρότες, δάσκαλοι, φοιτητές, ιθαγενείς και αφρικανικής καταγωγής άνθρωποι συμμετείχαν σε μια νέα εθνική απεργία στην Κολομβία για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στις κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές του Προέδρου Iván Duque. Πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις σε ολόκληρη τη χώρα, απορρίπτοντας την οικονομική κρίση, την αυξανόμενη ανεργία, την αστυνομική καταστολή, την αύξηση των σφαγών, τη δολοφονία κοινωνικών ηγετών, τη δραστηριότητα ένοπλων ομάδων, μεταξύ άλλων θεμάτων.
Στην πρωτεύουσα Μπογκοτά, εκατοντάδες εργαζόμενοι από διαφορετικούς κλάδους κατέβηκαν στους δρόμους και πραγματοποίησαν πορεία προς την πλατεία Μπολίβαρ, απαιτώντας ένα εγγυημένο βασικό εισόδημα, μεγαλύτερο προϋπολογισμό για τους τομείς της υγείας, της εκπαίδευσης και της στέγασης, υποστήριξη για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τερματισμό των δολοφονιών των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κοινωνικών ηγετών, καθώς επίσης γυναίκων και μελών της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ζήτησαν επίσης την ακύρωση του διατάγματος 1174, το οποίο επιβάλλει αρκετές οπισθοδρομικές μεταρρυθμίσεις στην εργασία και τις συντάξεις.
Οι κινητοποιήσεις συνοδεύονταν από πολύχρωμα πανό, λαϊκά τραγούδια και παραδοσιακούς χορούς. Επιπλέον, η αστυνομία δεν προσπάθησε να καταστείλει βίαια τις ειρηνικές διαδηλώσεις κατά της ολοένα και πιο αυταρχικής κυβέρνησης.
Παρόμοιες διαδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν επίσης στις πόλεις Αρμενία, Μπαρανκουίλα, Μπουκαραμάνγκα, Κάλι, Καρταχένα, Κούκουτα, Μανιζάλες, Μεντεγίν, Παμπλόνα, Ποπάν, Καπουτσένσιο και Γιοπάλ. Η έκκληση για εθνική απεργία δόθηκε από μεγάλο αριθμό κοινωνικών οργανώσεων και συνδικαλιστικών οργανώσεων όπως η Κεντρική Ένωση Εργαζομένων (CUT), η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT), η Κολομβιανή Ομοσπονδία Εργαζομένων στην Εκπαίδευση (Fecode) και η Εθνική Επιτροπή Απεργίας (CNP), μεταξύ άλλων.
Ο Diógenes Orjuela, πρόεδρος του CUT, σε ένα tweet είπε ότι «η εθνική απεργία εκφράζει την αίσθηση περισσότερων από 40 εκατομμυρίων Κολομβιανών που παλεύουν με την πείνα, την έλλειψη αξιοπρεπών υπηρεσιών υγειονομικής περίθαλψης, την ανεργία και την κατάρρευση των ΜΜΕ, τους εκατομμυρια ανέργους, τη βία κατά των γυναικών και άλλων πολιτών και τις αβέβαιες εκπαιδευτικές ευκαιρίες.»
Στην Μπογκοτά, οι 8.000 συμμετέχοντες του «Κοινωνικού και Κοινοτικού Minga για την υπεράσπιση της ζωής, του εδάφους, της δημοκρατίας και της ειρήνης» από τη νοτιοδυτική περιοχή της Κολομβίας, που έφθασαν στην πρωτεύουσα στις 18 Οκτωβρίου για να συναντήσουν τον Πρόεδρο Ντούκε, συμμετείχαν επίσης στην απεργία. Η Minga είναι μια λέξη των Ιθαγενών της φυλής Κέτσουα και αναφέρεται σε συλλογική δράση προς όφελος της κοινότητας. Οι συμμετέχοντες της Minga απαίτησαν από την εθνική κυβέρνηση να λάβει άμεσα μέτρα για να θέσει τέλος στις αυξανόμενες δολοφονίες κοινωνικών ηγετών και πολιτών, την παραστρατιωτική βία στις αγροτικές περιοχές, τους αναγκαστικούς εκτοπισμούς και την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της στο πλαίσιο των ειρηνευτικών συμφωνιών που υπεγράφησαν μεταξύ της πρώην κυβέρνησης και των πρώην μαχητών της ομάδας ανταρτών των Επαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Κολομβίας (FARC) στην Αβάνα της Κούβας, το 2016.
Όπως και πέρυσι, ο Πρόεδρος Duque αρνήθηκε να συμμετάσχει σε διάλογο με τους εκπροσώπους της Minga και εγκατέλειψε την πρωτεύουσα για να αποφύγει να τους συναντήσει. Ωστόσο, τα μέλη της Minga δήλωσαν στον Τύπο ότι θεωρούσαν τη Minga επιτυχημένη, καθώς είχαν δείξει την ανικανότητα του προέδρου να κυβερνά. Τα μέλη της Minga θα επιστρέψουν στο σπίτι τους σήμερα.
Η χθεσινή εθνική απεργία έλαβε χώρα ακριβώς ένα μήνα μετά την εθνική απεργία της 21ης Σεπτεμβρίου και έξι εβδομάδες μετά τις διαδηλώσεις κατά της αστυνομικής βίας μετά τη δολοφονία από την αστυνομία ενός 46χρονου φοιτητή νομικής και ταξιτζή, του Javier Ordóñez, κατά την οποία 13 άλλοι άνθρωποι σκοτώθηκαν από την αστυνομία.
Διάφορες εθνικές προοδευτικές και κοινωνικές δυνάμεις κατήγγειλαν την κυβέρνηση του Duque για την έλλειψη βούλησης να εφαρμόσει μέτρα για να σταματήσει την αυξανόμενη βία καθώς και για την κακή της ανταπόκριση στην υγειονομική, οικονομική και κοινωνική κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία του COVID-19.