Με αφορμή την απόπειρα επανάληψης ενός πορτοκαλί πραξικοπήματος στην Λευκορωσία, κατά τα πρότυπα του φασιστικού κινήματος στο Μαϊντάν της Ουκρανίας, μεταφράσαμε το παλαιότερο άρθρο του Αμερικάνου συγγραφέα και ερευνητική ιστορικού Eric Zuesse στην ιστοσελίδα Stragetic Culture, ως μια υπενθύμιση της σημασίας του συνθήματος «Ποτέ ξανά φασισμός»:
Την Τρίτη, 7 Μαρτίου(2017), ο ανώτερος κοινοβουλευτικός της Ρωσίας που καταπιάνεται με την εισροή Ουκρανών προσφύγων στη Ρωσία, δηλαδή των ανθρώπων που έχουν εγκαταλείψει την Ουκρανία ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος του προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα το 2014 που ανέτρεψε τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο της Ουκρανίας Βίκτορ Γιανουκόβιτς, παρουσίασε τον πρώτο ολοκληρωμένο αριθμό αιτούντων άσυλο από την Ουκρανία που έχουν λάβει άσυλο εκεί μετά το πραξικόπημα του Φεβρουαρίου του 2014. Η ρωσική κυβέρνηση δεν είχε ποτέ στο παρελθόν παράσχει δημόσια έναν αριθμό, αλλά διαθέτει ένα καθιερωμένο σύστημα επεξεργασίας των προσφύγων, συμπεριλαμβανομένης της εκχώρησης του καθεστώτος του επίσημου πρόσφυγα, το οποίο «επιτρέπει στον αποδέκτη διάφορες κοινωνικές παροχές, συμπεριλαμβανομένου του επιδόματος ανεργίας» και έτσι κάθε Ουκρανός πρόσφυγας έχει ένα φάκελο στην κυβέρνηση.
Όπως αναφέρθηκε από την Tass:
Η Ρωσία έχει δεχθεί περισσότερους από 2.500.000 πρόσφυγες από το ξέσπασμα της σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία, δήλωσε την Τρίτη ο Γιούρι Βορόμπιοφ, αντιπρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου της Ρωσίας (άνω βουλή) και πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Στήριξης σε Κατοίκους της Νοτιοανατολικής Ουκρανίας.
«Η Ευρώπη έχει υποδεχθεί 900.000 [πρόσφυγες] και έχει σταματήσει να δέχεται, ενώ έχουμε υποδεχθεί πάνω από 2.500.000 πρόσφυγες στα εδάφη μας και συνεχίζουμε να παρέχουμε βοήθεια», ανέφερε εγκαινιάζοντας τη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης «Ρωσία-Ντόνμπας: Νέοι Μηχανισμοί Συνεργασίας».
Αυτό το πραξικόπημα, το οποίο προκάλεσε αυτά τα εκατομμύρια προσφύγων, είχε προγραμματιστεί από τον Λευκό Οίκο των ΗΠΑ από το 2011 και κορυφώθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2014. Επίσης εκείνη την ημέρα, εκατοντάδες κάτοικοι της Κριμαίας που βρίσκονταν στο Κίεβο με πλακάτ αντίθετες με την ανατροπή του Προέδρου, για τον οποίο είχε ψηφίσει το 75% της Κριμαίας, δέχθηκαν επίθεση από υποστηρικτές του πραξικοπήματος (το οποίο προωθήθηκε και προπαγανδίστηκε ως η «Επανάσταση της Maidan» που απαιτούσε «δημοκρατία» στην Ουκρανία, αν και στην πραγματικότητα τελείωσε τη δημοκρατία εκεί).
Αυτοί οι κάτοικοι της Κριμαίας έσπευσαν αμέσως πίσω στα οκτώ λεωφορεία που τους είχαν μεταφέρει στο Κίεβο και επέστρεψαν στην πατρίδα τους, αλλά οι υποστηριζόμενοι από την κυβέρνηση των ΗΠΑ παραστρατιωτικοί του Δεξιού Τομέα καταδίωξαν με θέρμη τα λεωφορεία, έκαψαν μερικά από αυτά και σφαγίασαν πολλούς διαδηλωτές, έξω από το Κίεβο, στην πόλη Κορσούν. Αυτό ονομάστηκε «Σφαγή του Κορσούν», και οι κάτοικοι της Κριμαίας άρχισαν αμέσως να διαδηλώνουν, ώστε η Κριμαία να γίνει, για άλλη μια φορά, όπως ήταν μέχρι το 1954, μέρος της Ρωσίας.
Οι κάτοικοι της Κριμαίας σε συντριπτική πλειοψηφία ήθελαν τη Ρωσία έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, και τρομοκρατήθηκαν από τη ρατσιστική αντι-ρωσική κυβέρνηση που κυβερνά τώρα το Κίεβο. Ο φόβος αυτός δεν οφείλεται μόνο στη σφαγή, ούτε μόνο στο γεγονός ότι το 75% των Κριμαίων είχαν ψηφίσει υπέρ του ανθρώπου που είχε ανατρέψει ο Ομπάμα, αλλά και στο γεγονός ότι η Κριμαία γενικά (και οι περισσότεροι Ουκρανοί που είχαν ψηφίσει τον Yanukovych) γνώριζαν καλά το έντονο ρατσιστικό μίσος κατά των Ρώσων Ουκρανών από τους ανθρώπους του Δεξιού Τομέα, ο οποίος είχε όντως πραγματοποιήσει το πραξικόπημα. Δημοψήφισμα διεξήχθη στην Κριμαία στις 16 Μαρτίου 2014, και η ψηφοφορία για την επανένταξη της Ρωσίας ήταν πάνω από 90%.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Obama επέβαλε τότε οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας για την επανένταξη της Κριμαίας στη Ρωσία. Οι κυρώσεις αυτές, καθώς και η στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς τη νέα κυβέρνηση-χούντα στο Κίεβο, ανανέωσαν δημοσίως τον Ψυχρό Πόλεμο της Δύσης κατά της Ρωσίας (ο οποίος στην πραγματικότητα είχε συνεχίσει μυστικά από το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, καθώς ο ψυχρός πόλεμος είχε τελειώσει μόνο από τη ρωσική πλευρά).
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Obama αναγνώρισε, φυσικά, ότι οι κάτοικοι στην απώτατη ανατολική περιοχή της Ουκρανίας, το Donbass, όπου οι φήφοι ήταν 90% για τον Yanukovych, θα μπορούσαν να καταστήσουν αδύνατη, σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη προεδρική εκλογή της Ουκρανίας σε εθνική κλίμακα, τη συνέχιση της εξουσίας της ουκρανικής κυβέρνησης που επιβλήθηκε από τις ΗΠΑ επί της Ουκρανίας· Και, έτσι, η ουκρανική κυβέρνησή του ξεκίνησε μια εκστρατεία εθνοκάθαρσης στο Ντόνμπας για να σκοτώσει όσο το δυνατόν περισσότερους και να αναγκάσει όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς τους κατοίκους του Ντόνμπας να διαφύγουν στη Ρωσία. Η απομάκρυνση αυτών των ψηφοφόρων ήταν απαραίτητη για την επιτυχία της ουκρανικής επιχείρησης του Ομπάμα. Αυτή η εθνοκάθαρση είναι ο λόγος για τον οποίο 2,5 εκατομμύρια πρώην Ουκρανοί ζουν τώρα στη Ρωσία: η παρουσία τους στο ουκρανικό εκλογικό σώμα θα έθετε σε κίνδυνο τον συνεχιζόμενο αμερικανικό έλεγχο στην ουκρανική κυβέρνηση και, ως εκ τούτου, ήταν ανεπίτρεπτη. Αυτά τα 2,5 εκατομμύρια έχουν πλέον απομακρυνθεί εντελώς από την Ουκρανία, έτσι ώστε για μια ακόμη φορά το Ντόνμπας να μπορέσει να γίνει μέρος της Ουκρανίας, ενώ οι ΗΠΑ συνεχίζουν να ελέγχουν την Ουκρανία.
Στις Η.Π.Α. και στα άλλα έθνη που ελέγχονται από την αριστοκρατία των Η.Π.Α., τα ειδησεογραφικά μέσα επικρίνουν τη Ρωσία σχετικά με τους Ουκρανούς πρόσφυγες, λέγοντας ότι «οι πολιτικές της ρωσικής κυβέρνησης τους θέτουν σε ακόμα πιο μειονεκτική θέση» από τον γηγενή πληθυσμό της Ρωσίας, έτσι ώστε αυτοί οι πρόσφυγες να μην εμφανίζονται να υποφέρουν εξαιτίας της κυβέρνησης των ΗΠΑ αλλά από τη ρωσική κυβέρνηση.
Ο νέος Πρόεδρος της Αμερικής, Ντόναλντ Τραμπ, κατέστησε σαφές ότι οι οικονομικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας δεν πρόκειται να λήξουν έως ότου τόσο η Κριμαία όσο και ο Ντόνμπας γίνουν ξανά μέρος της Ουκρανίας. Έτσι, υποστηρίζει την πολιτική του προκατόχου του για τη Ρωσία. Οι πόλεμοι της Αμερικής για τον στραγγαλισμό της Ρωσίας (όπως η εξάλειψη φιλικών προς τη Ρωσία ηγετών, συμπεριλαμβανομένου του Σαντάμ Χουσεΐν, του Μουαμάρ Καντάφι και του Βίκτορ Γιανουκόβιτς — και η προσπάθεια να γίνει αυτό και στον Μπασάρ αλ-Ασάντ), με άλλα λόγια, θα συνεχιστεί.